κουζουλαίνω

κουζουλαίνω
κουζουλαίνω, κουζούλανα βλ. πίν. 44

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κουζουλαίνω — (Μ κουζουλαίνω) [κουζουλός] κάνω κάποιον τρελό, τρελαίνω …   Dictionary of Greek

  • κουζουλαίνω — μουρλαίνω κάποιον, τον κάνω κουζουλό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουζουλαμός — ο (Μ κουζουλαμός) κουζουλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουζουλαίνω (πρβλ. βουβ αμός, κουφ αμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”